- -μανής
- (Α -μανής)β' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν- τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε -μανής: ανδρομανής, αρρενομανής, γαλλομανής, γυναικομανής, δοξομανής, εμμανής, ερωτομανής, ιππομανής, μεγαλομανής, οινομανής, χορομανής, χρυσομανήςαρχ.αινομανής, ακρομανής, αμφιμανής, αξιομανής, Αρειμανής, αυλομανής, γυναιμανής, δειπνομανής, Διομανής, δοριμανής, δουρομανής, δυσμανής, επιμανής, ερωμανής, ζηλομανής, ηδυμανής, ηλιομανής, ημιμανής, θεομανής, θηλυμανής, θυρσομανής, καρπομανής, κεντρομανής, λυσσομανής, μουσομανής, νυκτιμανής, οιστρομανής, ορειμανής, ορειομανής, ορνιθομανής, οψομανής, παιδομανής, περιμανής, πορνομανής, πολυμανής, τυφομανής, υγρομανής, υλομανής, φηρομανής, φιλοιστρομανής, φρενομανής, φυλλομανής, χοροιμανήςνεοελλ.αθλομανής, αιθερομανής, αιματομανής, αληθομανής, ανθομανής, αριθμομανής, αρχαιομανής, αρχομανής, βιβλιομανής, γραμματοσημομανής, γραφομανής, δαιμονομανής, διψομανής, εγωμανής, εφημεριδομανής, θεατρομανής, θρησκομανής, κερδομανής, κλεπτομανής, κλεψιμανής, κοκαϊνομανής, λουσομανής, λυπομανής, μητρομανής, μονομανής, μορφινομανής, μουσικομανής, μυθομανής, νοσομανής, νυμφομανής, ξενομανής, οπιομανής, πλουτομανής, πολιτικομανής, πυρομανής, σεξομανής, στιχομανής, τελειομανής, τιτλομανής, τοξικομανής, τυπομανής, φαρμακομανής, χαρτομανής, χρηματομανής, ψευδομανής, ωνιομανής].
Dictionary of Greek. 2013.